σταφυλίτης

σταφυλίτης
στᾰφυλ-ίτης [ῑ], ου, ,
A guardian of grapes, epith. of Dionysus, Ael.VH3.41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταφυλίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. η σταφυλή τής υπερώας 2. φρ. «σταφυλίτης μυς» μικρός μυς τής οπίσθιας επιφάνειας τής σταφυλής αρχ. (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που προστατεύει τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα ίτης (πρβλ. σταφιδ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σταφυλίτην — σταφυλίτης guardian of grapes masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”